- συνεύαδον
- συνεύᾰδον, [dialect] Ep. [tense] aor. of Συνανδάνω,A please likewise,
συνεύαδε A.R.3.30
, cf. Ps.-Phoc.191.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνεύαδε A.R.3.30
, cf. Ps.-Phoc.191.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνεύαδον — σύν ἁνδάνω please aor ind act 3rd pl (epic) σύν ἁνδάνω please aor ind act 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνανδάνω — Α (μόνο στον αόρ. συνεύαδον) προκαλώ ευχαρίστηση, τέρπω ομοίως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀνδάνω «είμαι αρεστός σε κάποιον, ευχαριστώ»] … Dictionary of Greek